13 Ιανουαρίου 2010

Το αηδόνι και το Τριαντάφυλλο....

«Εἶπε ὅτι θὰ χόρευε μαζί μου ἂν τῆς ἔφερνα κόκκινα τριαντάφυλλα,» φώναξε ὁ νεαρὸς Φοιτητής· «ἀλλὰ σ᾿ ὅλο τὸν κῆπο μου δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο.»
Ἀπὸ τὴν φωλιά της στὴ βελανιδιὰ ἡ Ἀηδόνα τὸν ἄκουσε, καὶ κοίταξε ἔξω μέσα ἀπὸ τὰ φύλλα, καὶ ἀπόρησε.
«Οὔτε ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο σ᾿ ὅλο τὸν κῆπο μου!» αὐτὸς φώναξε, καὶ τὰ ὄμορφα μάτια τοῦ γέμισαν δάκρυα.

Ἄχ, ἀπὸ τί μικρὰ πράγματα ἐξαρτᾶται ἡ εὐτυχία! Ἔχω διαβάσει ὅλα ὅσα οἱ σοφοὶ ἔχουν γράψει, καὶ ὅλα τὰ μυστικὰ τῆς φιλοσοφίας εἶναι κτῆμα μου, κι ὅμως γιὰ νὰ θέλω ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο ἔχει γίνει ἡ ζωή μου δυστυχισμένη.
«Ἐπιτέλους νὰ ἕνας πραγματικὰ ἐρωτευμένος,» εἶπε ἡ Ἀηδόνα. «Νύχτες ὁλόκληρες κι᾿ ἂν ἔχω τραγουδήσει γιὰ αὐτόν, ἂν καὶ δὲν τὸν ἤξερα: νύχτες ὁλόκληρες ἔχω διηγηθεῖ τὴν ἱστορία του στ᾿ ἀστέρια, καὶ τώρα τὸν ἀντικρίζω.



Τὰ μαλλιά του εἶναι σκοῦρα σὰν τὸν ἀνθὸ τοῦ ὑάκινθου, καὶ τὰ χείλη του κόκκινα σὰν τὸ τριαντάφυλλο τοῦ πόθου του· ἀλλὰ τὸ πάθος ἔχει κάνει τὸ πρόσωπό του σὰν ὠχρὸ ἐλεφαντόδοντο, καὶ ἡ θλίψη ἔχει βάλει τὴν σφραγῖδα της πάνω στὸ μέτωπό του.»
«Ὁ Πρίγκιπας κάνει ἕνα χορὸ αὔριο τὸ βράδυ,» μουρμούρισε ὁ νεαρὸς φοιτητής, «καὶ ἡ ἀγάπη μου θὰ εἶναι καλεσμένη. Ἂν τῆς φέρω ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο θὰ χορέψει μαζί μου μέχρι τὴν αὐγή.
Ἂν τῆς φέρω ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο θὰ τὴν κρατήσω στὰ χέρια μου, καὶ θὰ γείρει τὸ κεφάλι της πάνω στὸν ὦμο μου, καὶ τὸ χέρι της θὰ εἶναι πιασμένο στὸ δικό μου.

Μὰ δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο στὸν κῆπο μου, κι ἔτσι θὰ κάθομαι μόνος, καὶ ἐκείνη θὰ μὲ προσπεράσει. Δὲν θὰ μοῦ δώσει καμία σημασία, καὶ ἡ καρδιά μου θὰ σπάσει.»
«Αὐτὸς ὄντως εἶναι ὁ ἀληθινὰ ἐρωτευμένος,» εἶπε ἡ Ἀηδόνα. «Γιὰ ὅ,τι ἐγὼ τραγουδάω, ἐκεῖνος ὑποφέρει -ὅ,τι γιὰ μένα εἶναι χαρά, γιὰ ἐκεῖνον εἶναι πόνος.
Σίγουρα ὁ Ἔρωτας εἶναι ἕνα ὑπέροχο πρᾶγμα. Εἶναι πιὸ πολύτιμος ἀπὸ σμαράγδια, καὶ πιὸ ἀκριβὸς ἀπὸ φίνες ὀπαλίνες.

Τὰ μαργαριτάρια καὶ τὰ πετράδια δὲν μποροῦν νὰ τὸν ἀγοράσουν, οὔτε καὶ πουλιέται στὴν ἀγορά. Δὲν μπορεῖ νὰ ἀγοραστεῖ ἀπὸ τοὺς πραματευτάδες, οὔτε μπορεῖ νὰ μετρηθεῖ στὴ ζυγαριὰ γιὰ χρυσάφι.»
«Οἱ μουσικοὶ θὰ κάθονται στὸν ἐξώστη τους,» εἶπε ὁ νεαρὸς Φοιτητής, «καὶ θὰ παίζουν τὰ ἔγχορδα ὄργανά τους, καὶ ἡ ἀγάπη μου θὰ χορεύει στοὺς ἤχους τῆς ἅρπας καὶ τοῦ βιολιοῦ.
Θὰ χορεύει τόσο ἀνάλαφρα ποὺ τὰ πόδια της δὲν θὰ ἀγγίζουν τὸ δάπεδο, καὶ οἱ αὐλικοί με τὶς χαρούμενες ἐνδυμασίες τους θὰ συνωστίζονται γύρω της.



Ἀλλὰ μὲ μένα δὲν θὰ χορέψει, γιατὶ δὲν ἔχω κόκκινο τριαντάφυλλο νὰ τῆς προσφέρω»· καὶ σωριάστηκε κάτω στὸ γρασίδι, καὶ ἔχωσε τὸ πρόσωπό του μέσα στὰ χέρια του, καὶ ἔκλαψε.
«Γιατί κλαίει;» ρώτησε μία μικρὴ Πράσινη Σαύρα, καθὼς τὸν προσπερνοῦσε μὲ τὴν οὐρά της στὸ ἀέρα. «Γιατί, στ᾿ ἀλήθεια;» εἶπε μία Πεταλούδα, ποὺ πετάριζε ὁλόγυρα κυνηγώντας μία ἡλιαχτίδα.
«Γιατί, στ᾿ ἀλήθεια;» ψιθύρισε μία Μαργαρίτα στὸ γείτονά της, μὲ ἁπαλή, χαμηλὴ φωνή. «Κλαίει γιὰ ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο,» εἶπε ἡ Ἀηδόνα.
«Γιὰ ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο;» φώναξαν· «μὰ πόσο γελοῖο!» καὶ ἡ μικρὴ Σαύρα, ποὺ ἦταν κάπως κυνική, γέλασε ἀπερίφραστα.
Ὅμως ἡ Ἀηδόνα κατάλαβε τὸ μυστικὸ τῆς θλίψης τοῦ φοιτητῆ, καὶ κάθισε σιωπηλὴ στὴ βελανιδιά, καὶ σκέφτηκε σχετικὰ μὲ τὸ μυστήριο τοῦ Ἔρωτα.

Ξαφνικὰ ἅπλωσε τὰ καστανὰ φτερά της γιὰ πτήση, καὶ ὑψώθηκε στὸν ἀέρα. Πέρασε μέσα ἀπὸ τὸ δασύλλιο σὰ σκιά, καὶ σὰ σκιὰ διέσχισε τὸν κῆπο.
Στὸ μέσο του μικροῦ λιβαδιοῦ στεκόταν μία ὄμορφη Τριανταφυλλιά, καὶ ὅταν τὴν εἶδε πέταξε πρὸς τὸ μέρος της, καὶ κάθισε πάνω σὲ ἕνα κλαδάκι. «Δῶσε μου ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε, «καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω τὸ πιὸ γλυκό μου τραγούδι.»

Ἀλλὰ τὸ Δένδρο κούνησε τὸ κεφάλι του. «Τὰ τριαντάφυλλά μου εἶναι ἄσπρα,» ἀπάντησε· «τόσο ἄσπρα ὅσο ὁ ἀφρὸς τῆς θάλασσας, καὶ πιὸ ἄσπρα ἀπὸ τὸ χιόνι πάνω στὰ βουνά. Ἀλλὰ πήγαινε στὸν ἀδελφό μου ποὺ φυτρώνει γύρω ἀπὸ τὸ παλιὸ ἡλιακὸ ρολόι, καὶ ἴσως θὰ σοῦ δώσει αὐτὸ ποὺ ζητᾷς.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα πέταξε στὴν Τριανταφυλλιὰ ποὺ φύτρωνε γύρω ἀπὸ τὸ παλιὸ ἡλιακὸ ρολόι. «Δῶσε μου ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε, «καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω τὸ πιὸ γλυκό μου τραγούδι.»



Ἀλλὰ τὸ Δένδρο κούνησε τὸ κεφάλι του. «Τὰ τριαντάφυλλά μου εἶναι κίτρινα,» ἀπάντησε· «τόσο κίτρινα ὅσο τὰ μαλλιὰ τῆς γοργόνας ποὺ κάθεται πάνω σὲ ἕναν κεχριμπαρένιο θρόνο, καὶ πιὸ κίτρινα ἀπὸ τὸν ἀσφόδελο ποὺ ἀνθίζει στὸ λιβάδι πρὶν ὁ θεριστῆς ἔρθει μὲ τὸ δρεπάνι του.
Ἀλλὰ πήγαινε στὸν ἀδελφό μου ποὺ φυτρώνει κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ Φοιτητῆ, καὶ ἴσως θὰ σοῦ δώσει αὐτὸ ποὺ ζητᾷς.»

Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα πέταξε στὴν Τριανταφυλλιὰ ποὺ φύτρωνε κάτω ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ Φοιτητῆ. «Δῶσε μου ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε, «καὶ θὰ σοῦ τραγουδήσω τὸ πιὸ γλυκό μου τραγούδι.»
Ἀλλὰ τὸ Δένδρο κούνησε τὸ κεφάλι του. «Τὰ τριαντάφυλλά μου εἶναι κόκκινα,» ἀπάντησε, «τόσο κόκκινα ὅσο τὰ πόδια τοῦ περιστεριοῦ, καὶ πιὸ κόκκινα ἀπὸ τὶς μεγάλες βεντάλιες τοῦ κοραλλιοῦ ποὺ κυματίζουν καὶ κυματίζουν στὰ σπήλαια τοῦ ὠκεανοῦ.

Ἀλλὰ ὁ χειμῶνας ἔχει παγώσει τὶς φλέβες μου, καὶ ἡ παγωνιὰ ἔχει κάψει τὰ μπουμπούκια μου, καὶ ἡ θύελλα ἔχει σπάσει τὰ κλαριά μου, καὶ δὲν θὰ ἔχω καθόλου τριαντάφυλλα αὐτὸ τὸ χρόνο.»
«Ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο εἶναι τὸ μόνο ποὺ θέλω,» φώναξε ἡ Ἀηδόνα, «μόνο ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο! Δὲν ὑπάρχει κανένας τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο νὰ μπορέσω νὰ τὸ ἀποκτήσω;»
«Ὑπάρχει ἕνας τρόπος,» ἀπάντησε τὸ Δένδρο· «ἀλλὰ εἶναι τόσο τρομερὸς ποὺ δὲν τολμῶ νὰ σοῦ τὸν πῶ.» «Πές τον μου,» εἶπε ἡ Ἀηδόνα, «Δὲν φοβᾶμαι.»



«Ἂν θέλεις ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο,» εἶπε τὸ Δένδρο, «πρέπει νὰ τὸ δημιουργήσεις ἀπὸ τὴ μουσικὴ στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, καὶ νὰ τὸ βάψεις μὲ τὸ αἷμα τῆς ἴδιας σου τῆς καρδιᾶς. Πρέπει νὰ μοῦ τραγουδήσεις μὲ τὸ στῆθος σου πάνω σὲ ἕνα ἀγκάθι.
Ὅλο τὸ βράδυ πρέπει νὰ μοῦ τραγουδήσεις, καὶ τὸ ἀγκάθι πρέπει νὰ τρυπήσει τὴν καρδιά σου, καὶ τὸ αἷμα τῆς ζωῆς σου πρέπει νὰ τρέξει μέσα στὶς φλέβες μου, καὶ νὰ γίνει δικό μου.»

«Ὁ Θάνατος εἶναι μεγάλο τίμημα νὰ πληρώσει (κάποιος) γιὰ ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε ἡ Ἀηδόνα, «καὶ ἡ Ζωὴ εἶναι πολὺ ἀκριβῆ γιὰ ὅλους. Εἶναι εὐχάριστο νὰ κάθεσαι στὸ πράσινο δάσος, καὶ νὰ παρακολουθεῖς τὸν Ἥλιο στὸ ἅρμα του ἀπὸ χρυσό, καὶ τὴ Σελήνη στὸ ἅρμα της ἀπὸ μαργαριτάρια.
Γλυκὸ εἶναι τὸ ἄρωμα τοῦ κράταιγου, καὶ γλυκοὶ εἶναι οἱ ἄγριοι ὑάκινθοι ποὺ κρύβονται στὴν κοιλάδα, καὶ ἡ ἐρείκη ποὺ ἀνθίζει στὸ λόφο. Ὡστόσο ὁ ἔρωτας εἶναι καλύτερος ἀπὸ τὴν Ζωή, καὶ τί εἶναι ἡ καρδιὰ ἑνὸς πουλιοῦ συγκρινόμενη μὲ τὴν καρδιὰ ἑνὸς ἀνθρώπου;»



Ἔτσι ἅπλωσε τὰ καστανὰ φτερά της γιὰ πτήση, καὶ ὑψώθηκε στὸν ἀέρα. Πέρασε πάνω ἀπὸ τὸν κῆπο σὰ σκιά, καὶ σὰ σκιὰ διέσχισε τὸ δασύλλιο.
Ὁ νεαρὸς Φοιτητὴς ἀκόμα κείτονταν στὸ γρασίδι, ὅπου τὸν εἶχε ἀφήσει, καὶ τὰ δάκρυα δὲν εἶχαν ἀκόμη στεγνώσει στὰ ὄμορφα μάτια του.
«Νὰ εἶσαι εὐτυχισμένος,» φώναξε ἡ Ἀηδόνα, «νὰ εἶσαι εὐτυχισμένος· θὰ τὸ ἔχεις τὸ κόκκινό σου τριαντάφυλλο. Θὰ τὸ φτιάξω ἀπὸ μουσικὴ στὸ φεγγαρόφωτο, καὶ θὰ τὸ βάψω μὲ τῆς ἴδιας της καρδιᾶς μου τὸ αἷμα.



Τὸ μόνο ποὺ ζητῶ ἀπὸ σένα σ᾿ ἀντάλλαγμα εἶναι νὰ εἶσαι ἕνας ἀληθινὸς ἐραστής, γιατὶ ὁ Ἔρωτας εἶναι σοφότερος ἀπὸ τὴν Φιλοσοφία, ἂν καὶ εἶναι σοφή, καὶ δυνατότερος ἀπὸ τὴν Ἰσχύ, ἂν καὶ εἶναι ἰσχυρή.
Στὸ χρῶμα τῆς φωτιᾶς εἶναι τὰ φτερά του, καὶ βαμμένο σὰν φλόγα εἶναι τὸ σῶμα του. Τὰ χείλη του εἶναι γλυκὰ σὰν μέλι, καὶ ἡ ἀνάσα του εἶναι (μεθυστική) σὰν λιβάνι.»

Φοιτητὴς ὕψωσε τὸ βλέμμα του ἀπὸ τὸ γρασίδι, καὶ ἀφουγκράστηκε, ἀλλὰ δὲν μποροῦσε νὰ καταλάβει τί τοῦ ἔλεγε ἡ Ἀηδόνα, γιατὶ ἤξερε μόνο τὰ πράγματα ποὺ εἶναι γραμμένα σὲ βιβλία.
Ἀλλὰ ἡ Βελανιδιὰ κατάλαβε, καὶ ἔνοιωσε θλίψη, γιατὶ πολὺ συμπαθοῦσε τὴ μικρὴ Ἀηδόνα ποὺ εἶχε φτιάξει τὴ φωλιά της μὲς τὰ κλαδιά της. «Τραγούδησέ μου ἕνα τελευταῖο τραγούδι,» ψιθύρισε· «Θὰ νοιώσω πολὺ μοναχικὰ ὅταν θὰ ἔχεις φύγει.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα τραγούδησε στὴ Βελανιδιά, καὶ ἡ φωνή της ἦταν σὰν νερὸ ποὺ κελάρυζε ἀπὸ ἀσημένια κανάτα. Ὅταν εἶχε τελειώσει τὸ τραγούδι της ὁ Φοιτητὴς σηκώθηκε, καὶ ἔβγαλε ἕνα σημειωματάριο καὶ ἕνα μολύβι ἀπὸ τὴν τσέπη του.

«Ἔχει μορφή,» εἶπε στὸν ἑαυτό του, καθὼς ἀπομακρύνθηκε μέσα στὸ δασύλλιο -«αὐτὸ δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τῆς τὸ ἀρνηθεῖ· ἀλλὰ ἔχει αἰσθήματα; Φοβᾶμαι πὼς ὄχι. Στὴν πραγματικότητα, εἶναι σὰν τοὺς περισσότερους καλλιτέχνες· εἶναι μόνο ὕφος, χωρὶς καμία εἰλικρίνεια.
Δὲν θὰ θυσίαζε τὸν ἑαυτό της γιὰ τοὺς ἄλλους. Σκέφτεται μοναχὰ γιὰ τὴ μουσική, καὶ ὅλοι ξέρουν ὅτι οἱ τέχνες εἶναι ἐγωιστικές. Ὅμως, πρέπει νὰ παραδεχτοῦμε ὅτι ἔχει κάποιες ὄμορφες νότες στὴ φωνή της. Τί κρῖμα εἶναι ποὺ δὲν σημαίνουν τίποτε, ἢ δὲν ἔχουν κανένα πρακτικὸ ὄφελος.»
Καὶ πῆγε στὸ δωμάτιό του, καὶ ξάπλωσε στὸ μικρό του ξυλοκρέβατο, καὶ ἄρχισε νὰ σκέφτεται τὴν ἀγάπη του· καί, μετὰ ἀπὸ κάποια ὥρα, ἀποκοιμήθηκε.

III
Καὶ ὅταν ἡ Σελήνη ἔλαμψε στοὺς οὐρανοὺς ἡ Ἀηδόνα πέταξε στὴν Τριανταφυλλιά, καὶ ἔβαλε τὸ στῆθος της πάνω στὸ ἀγκάθι.
Ὅλο τὸ βράδυ τραγουδοῦσε μὲ τὸ στῆθος της πάνω στὸ ἀγκάθι, καὶ ἡ ψυχρὴ κρυστάλλινη Σελήνη ἔσκυψε καὶ ἀφουγκράστηκε.
Ὅλη νύχτα τραγουδοῦσε, καὶ τὸ ἀγκάθι ἔμπαινε ὅλο καὶ βαθύτερα στὸ στῆθος της, καὶ τὸ αἷμα τῆς ζωῆς τῆς ἄδειαζε ἀπὸ μέσα της.



Τραγούδησε πρῶτα γιὰ τὴ γέννηση τῆς ἀγάπης στὴν καρδιὰ ἑνὸς ἀγοριοῦ καὶ ἑνὸς κοριτσιοῦ. Καὶ στὸ πιὸ ψηλὸ κλαδάκι τῆς Τριανταφυλλιᾶς ἄνθισε ἕνα θαυμάσιο τριαντάφυλλο, πέταλο μὲ τὸ πέταλο, τραγούδι μὲ τὸ τραγούδι.
Ὠχρὸ ἦταν, στὴν ἀρχή, ὅπως ἡ καταχνιὰ ποὺ κρέμεται πάνω ἀπὸ τὸ ποτάμι -ὠχρὸ σὰν τὰ πόδια τοῦ πρωινοῦ, καὶ ἀσημένιο σὰν τὰ φτερὰ τῆς αὐγῆς.
Σὰν τὴ σκιὰ ἑνὸς τριαντάφυλλού σε καθρέφτη ἀπὸ ἀσῆμι, σὰν τὴ σκιὰ ἑνὸς τριαντάφυλλού σε λίμνη νεροῦ, ἔτσι ἦταν τὸ τριαντάφυλλο ποὺ ἄνθισε στὸ ψηλότερο κλαδάκι τοῦ Δένδρου.

Μὰ τὸ Δένδρο φώναξε στὴν Ἀηδόνα νὰ πιέσει περισσότερο πάνω στὸ ἀγκάθι. «Πίεσε περισσότερο, μικρὴ Ἀηδόνα», φώναξε τὸ Δένδρο, «ἀλλιῶς ἡ Μέρα θά ῾ρθει πρὶν νὰ τελειώσει τὸ τριαντάφυλλο.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα πίεσε περισσότερο πάνω στὸ ἀγκάθι, καὶ ὁλοένα καὶ δυνατότερο ἔγινε τὸ τραγούδι της, καθὼς τραγούδαγε γιὰ τὴ γέννηση τοῦ πάθους στὴν ψυχὴ ἑνὸς ἄνδρα καὶ μιᾶς κόρης. Καὶ μία ἁπαλὴ ἀπόχρωση ἀπὸ ρὸζ ἦρθε στὰ φύλλα τοῦ τριαντάφυλλου, σὰν τὸ ἀναψοκοκκίνισμα στὸ πρόσωπο τοῦ γαμπροῦ ὅταν φιλᾷ τὰ χείλη τῆς νύφης.

Ἀλλὰ τὸ ἀγκάθι δὲν εἶχε ἀκόμα φτάσει στὴν καρδιά της, κι ἔτσι ἡ καρδιὰ τοῦ τριαντάφυλλου παρέμενε λευκή, καθὼς μόνο τὸ αἷμα τῆς καρδιᾶς ἑνὸς Ἀηδονιοῦ μπορεῖ νὰ κοκκινίσει τὴν καρδιὰ ἑνὸς ρόδου.
Καὶ τὸ Δένδρο φώναξε στὴν Ἀηδόνα νὰ πιέσει περισσότερο πάνω στὸ ἀγκάθι. «Πίεσε περισσότερο, μικρὴ Ἀηδόνα», φώναξε τὸ Δένδρο, «ἀλλιῶς ἡ Μέρα θὰ ῾ρθει πρὶν νὰ τελειώσει τὸ τριαντάφυλλο.»
Ἔτσι ἡ Ἀηδόνα πίεσε περισσότερο πάνω στὸ ἀγκάθι, καὶ τὸ ἀγκάθι ἄγγιξε τὴν καρδιά της, καὶ μία ἄγρια σουβλιὰ πόνου τὴ διαπέρασε.

Πικρός, πικρὸς ἦταν ὁ πόνος, καὶ ὅλο καὶ πιὸ ξέφρενο γινόταν τὸ τραγούδι της, καθὼς τραγουδοῦσε γιὰ τὸν Ἔρωτα ποὺ τελειοποιεῖται μὲ τὸ Θάνατο, γιὰ τὸν Ἔρωτα ποὺ δὲν πεθαίνει στὸ μνῆμα.
Καὶ τὸ θαυμάσιο ρόδο ἔγινε βαθυκόκκινο, σὰν τὸ ροδόχρωμα τοῦ οὐρανοῦ τῆς ἀνατολῆς. Βαθυκόκκινη ἦταν ἡ γιρλάντα ἀπὸ πέταλα, καὶ πορφυρὴ σὰ ρουμπίνι ἦταν ἡ καρδιά.
Μὰ τῆς Ἀηδόνας ἡ φωνὴ γινόταν ὅλο καὶ πιὸ ἀχνή, καὶ τὰ μικρὰ φτερά της ἄρχισαν νὰ τρέμουν, καὶ μία λεπτὴ μεμβράνη σκέπασε τὰ μάτια της. Ὅλο καὶ πιὸ ἀδύναμο γινόταν τὸ τραγούδι της, καὶ ἔνοιωσε κάτι νὰ τὴν πνίγει στὸ λαιμό.



Τότε ἔβγαλε ἕνα τελευταῖο ξέσπασμα μουσικῆς. Ἡ λευκὴ Σελήνη τὸ ἄκουσε, καὶ ξέχασε τὴν αὐγή, καὶ παρέμεινε στὸν οὐρανό. Τὸ κόκκινο ρόδο τὸ ἄκουσε, καὶ τρεμούλιασε σύγκορμο ἀπὸ ἔκσταση, καὶ ἄνοιξε τὰ πέταλά του στὸν κρύο πρωινὸ ἀέρα.
Ἡ ἠχὼ τὸ μετέφερε στὶς πορφυροβαμμένες τῆς σπηλιὲς στοὺς λόφους, καὶ ξύπνησε τοὺς κοιμισμένους τσοπάνηδες ἀπὸ τὰ ὄνειρά τους. Ἀρμένισε μέσα ἀπὸ τὰ καλάμια τοῦ ποταμοῦ, καὶ αὐτὰ μετέφεραν τὸ μαντάτο του στὴ θάλασσα.
«Κοίτα, κοίτα!» φώναξε τὸ δένδρο, «τὸ τριαντάφυλλο εἶναι ἕτοιμο τώρα»· μὰ ἡ Ἀηδόνα δὲν ἔδωσε καμία ἀπάντηση, γιατὶ κειτόταν νεκρὴ στὸ ψηλὸ χορτάρι, μὲ τὸ ἀγκάθι στὴν καρδιά της.

IV
Καὶ τὸ μεσημέρι ὁ Φοιτητὴς ἄνοιξε τὸ παράθυρό του καὶ κοίταξε ἔξω. «Τί ἔκπληξη, τί θαυμάσια τύχη!» Ξεφώνησε· «νὰ ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο!
Δὲν ἔχω ποτὲ δεῖ τριαντάφυλλο σὰν κι αὐτὸ σὲ ὅλη μου τὴ ζωή. Εἶναι τόσο ὄμορφο ποὺ εἶμαι σίγουρος ὅτι ἔχει ἕνα μακρὺ Λατινικὸ ὄνομα»· καὶ ἔσκυψε καὶ τὸ ἔκοψε.
Μετὰ φόρεσε τὸ καπέλο του, καὶ ἔτρεξε μέχρι τὸ σπίτι τοῦ Καθηγητῆ μὲ τὸ τριαντάφυλλο στὸ χέρι του. Ἡ κόρη τοῦ Καθηγητῆ καθόταν στὴν ἐξώπορτα τυλίγοντας μπλὲ μετάξι σὲ μιὰ κουβαρίστρα, καὶ τὸ σκυλάκι της ἦταν ξαπλωμένο στὰ πόδια της.



«Εἶπες ὅτι θὰ χόρευες μαζί μου ἂν σοῦ ἔφερνα ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο,» φώναξε ὁ Φοιτητής. «Ὁρίστε τὸ πιὸ κόκκινο τριαντάφυλλο σ᾿ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Θὰ τὸ φορέσεις σήμερα τὸ βράδυ δίπλα στὴν καρδιά σου, καὶ καθὼς θὰ χορεύουμε μαζὶ θὰ σοῦ λέει πόσο σὲ ἀγαπῶ
Μὰ τὸ κορίτσι κατσούφιασε. «Φοβᾶμαι ὅτι δὲν θὰ ταιριάζει μὲ τὸ φόρεμά μου,» ἀπάντησε· «καί, ἐκτὸς αὐτοῦ, ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Αὐλάρχη μοῦ ἔχει στείλει μερικὰ ἀληθινὰ πετράδια, καὶ ὅλοι ξέρουν ὅτι τὰ πετράδια κοστίζουν πολὺ περισσότερο ἀπὸ τὰ λουλούδια.»



«Λοιπόν, στὸ λόγο μου, εἶσαι πολὺ ἀχάριστη,» εἶπε ὁ Φοιτητὴς θυμωμένα· καὶ πέταξε τὸ τριαντάφυλλο στὸ δρόμο, κι ἐκεῖνο ἔπεσε μέσα στὸ ρεῖθρο, καὶ ὁ τροχὸς μιᾶς ἅμαξας πέρασε ἀπὸ πάνω του.
«Ἀχάριστη!» εἶπε τὸ κορίτσι. «Γιὰ νὰ σοῦ πῶ, εἶσαι πολὺ ἀναιδής· Καί, ἔπειτα, ποιὸς εἶσαι ἐσύ; Ἕνας φοιτητάκος.Γιατὶ, δὲν πιστεύω ὅτι οὔτε κἂν ἔχεις ἀσημένιες ἀγκράφες στὰ παπούτσια σου ὅπως ἔχει ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Αὐλάρχη»· καὶ σηκώθηκε ἀπὸ τὴν καρέκλα της καὶ μπῆκε μέσα στὸ σπίτι.



«Τί ἀνόητο πρᾶγμα ποὺ εἶναι ὁ Ἔρωτας,» εἶπε ὁ φοιτητὴς καθὼς ἔφευγε. «Δὲν εἶναι οὔτε κατὰ τὸ ἥμισυ τόσο χρήσιμος ὅσο ἡ Λογική, καθὼς δὲν ἀποδεικνύει τίποτε, καὶ πάντοτε σοῦ τάζει πράγματα ποὺ δὲν πρόκειται νὰ συμβοῦν, καὶ σὲ κάνει νὰ πιστεύεις πράγματα ποὺ δὲν εἶναι ἀληθινά.
Στὴν πραγματικότητα, δὲν εἶναι διόλου πρακτικός, καί, καθὼς στὴν ἐποχή μας τὸ νὰ εἶσαι πρακτικὸς εἶναι τὸ πᾶν, θὰ ἐπιστρέψω στὴν Φιλοσοφία καὶ θὰ μελετήσω Μεταφυσική.» Ἔτσι ἐπέστρεψε στὸ δωμάτιό του καὶ τράβηξε ἕνα μεγάλο σκονισμένο βιβλίο, καὶ ἄρχισε νὰ διαβάζει.



Όσκαρ Ουάιλντ "Εννέα Μαγικά Παραμύθια"...

Puressence - I Suppose



I suppose that I'm all right now,
When all you ever gave was nothing,
I suppose you taught me well now,
When all I ever learned was something,
I suppose that I'm all right now,
I'm all right now and I suppose it,
They suppose they taught me well now,
You taught me hell now and no one knows it,
All right now, all right now, all right now,
There's no horses left to bet on,
And all your pretty purse is blown away,
Someone shows me I've been stepped on,
And now I'm left with nothing more to say,
And I propose we're not all right now,
But I'm all right now, and I propose it,
They suppose they taught me well now,
You taught me hell now and no one knows it,
You're getting sucked in little by little,
And I suppose you feel all right now, all right now, don't feel,
You're getting shot down a little by little,
And I suppose you feel all right now and no one knows it,
( I've got nothing and I feel fine)
(I'm right now, I'm right now)
Have you lost your feeling?
Have you lost your sense of breathing?
Have you gained that tainted feeling?
So, so cold,
Someone poisoned what you're eating,
You're getting shot down, you're getting pushed in, a little by little,
And I suppose you feel all right now, all right now, don't feel,
You're getting shot down a little by little,
And I suppose you feel all right now, all right now, don't feel,
You're getting pushed in a little by little,
And I'm all right now and no one knows it,
And no one knows it, and no one knows it,
And no one knows it, and no one knows it.



Puressence - Don't Know Any Better



Well I'm coming home again
on a future missing plane
and there's water on the window
a message in the rain

Just when I thought all was lost
nothing could describe it
If you' re fighting for a cause
nobody should hide it

Here's my excuse, here's my excuse
and I don't know any better
who do you lose, who do you lose
when you don't know any better

Well I'm driving home again
try to lose the pain she gain
and the radio explains
someone else just took my place

Here's my excuse, here's my excuse
and I don't know any better
Falling for you, falling for you
cause I don't know any better

You think we are all the same..
You think I'll never change..



Δεν υπάρχουν σχόλια: