10 Ιανουαρίου 2010

Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης



Ὁ ποιητῆς Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης γεννήθηκε στὴ Λευκάδα τὸ 1824, ἀλλὰ καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἤπειρο. Ὅταν τελείωσε τὸ δημοτικὸ καὶ τὸ γυμνάσιο στὴ Λευκάδα, φοίτησε στὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία τῆς Κέρκυρας, κοντὰ σ᾿ ἐπιφανεῖς δασκάλους, ὅπως ὁ Ἀσώπιος καὶ ὁ Ἰωάννης Οἰκονομίδης.
Ἀφοῦ τελείωσε τὴν Ἀκαδημία, σὲ ἡλικία δεκαεφτὰ χρονῶν, σπούδασε νομικὰ στὰ πανεπιστήμια τοῦ Παρισιοῦ, τῆς Γενεύης καὶ τῆς Πίζας. Ὕστερα ἀπὸ μία σύντομη παραμονὴ στὴ Λευκάδα, ἐπισκέφτηκε καὶ πάλι πολλὲς ἀπὸ τὶς γνωστὲς τότε εὐρωπαϊκὲς χῶρες, γιὰ νὰ καταλήξει τελικὰ στὴν Ἀγγλία, ὅπου ἔμεινε γιὰ ἀρκετὰ χρόνια.
Τὸ 1853 ὅμως ἐπέστρεψε ὁριστικὰ στὴ Λευκάδα καὶ ἀναμείχτηκε στὴν πολιτική. Ἐκλέχτηκε βουλευτὴς τῆς «Ἰονίου Πολιτείας» καὶ ἀγωνίστηκε γιὰ μία ἑπταετία γιὰ τὰ δίκαια τῶν Ἐφτανήσων. Ἡ ἐνσωμάτωση τῶν Ἐπτανήσων στὴν Ἑλλάδα καὶ ἡ ὁλοκλήρωση τῆς ἐδαφικῆς ἀκεραιότητάς της μὲ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου, ὑπῆρξαν ὄνειρά του. Μετὰ τὴν ἕνωση τῶν Ἐπτανήσων ἐκλέχτηκε πρῶτος ἀντιπρόσωπός τους στὴν ἐθνοσυνέλευση τῆς Ἀθήνας.
Στὴ συνέχεια ἔδρασε ὡς βουλευτὴς στὴν Ἀθήνα, γιὰ νὰ παραιτηθεῖ ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν πολιτικὴ τὸ 1868. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς πολιτικῆς του δράσης, οἱ ἀγορεύσεις του ἦταν σωστὰ ποιήματα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ ρητορική του ἱκανότητα ἔμεινε ἀλησμόνητη. Ὁ Βαλαωρίτης ἦταν ἕνας ριζοσπάστης ποὺ δὲν περιορίστηκε μόνο στὴ θεωρητικὴ ἐπιβολὴ τῆς ἰδεολογίας του. Προσπάθησε νὰ ἀποτινάξει κάθε ἴχνος ξενομανίας καὶ νὰ διώξει τὴν κακὴ ἐπιρροὴ ποὺ ἀσκοῦσαν οἱ Ἄγγλοι στὰ Ἐπτάνησα καὶ οἱ Βαυαροὶ στὸ νεοσύστατο κράτος.
Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης δὲ δείλιαζε καὶ δὲν ὑποχωροῦσε μπροστὰ σὲ τίποτα προκειμένου νὰ ἐπιτύχει τοὺς στόχους του. Ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὸ ἂν εἶχε νὰ κάνει μὲ ὑψηλὰ πρόσωπα. Γι᾿ αὐτὸν πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἦταν τὸ καθῆκον γιὰ τὴν πατρίδα, ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸ φέρει σὲ καλὸ τέλος. Ὅταν τὸ 1868 ἐγκατέλειψε τὸν πολιτικὸ στίβο, δὲν ἔπαψε νὰ παρακολουθεῖ ἀπὸ κοντὰ τὸ πολιτικὰ πράγματα μία καὶ οἱ στόχοι του δὲν εἶχαν ἀκόμη ἀκπληρωθεῖ ὁλοκληρωτικά.
Ἂν καὶ ἔκανε πολλὰ ταξίδια, ἂν καὶ ἔλαβε δυτικὴ μόρφωση, παρέμεινε ὡς τὰ βάθη τῆς ψυχῆς τοῦ ἕνας πραγματικὸς Ἕλληνας. Αὐτὸ ἐξάλλου ἀπαιτοῦσε καὶ ἡ ἐποχὴ μέσα στὴν ὁποία ζοῦσε. Δὲν ἦταν μόνο θαυμαστῆς τῶν παλικαριῶν, ἦταν καὶ ὁ ἴδιος λαμπρὸ παλικάρι.
Ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης πέθανε στη Λευκάδα τὸ 1879 ἀπὸ καρδιακὴ προσβολή.

Ο ναός του Παντοκράτορα στο κέντρο της αγοράς στην πόλη της Λευκάδας ανήκει στους απογόνους της οικογένειας Βαλαωρίτη. Πίσω από το ιερό βήμα βρίσκεται ο τάφος του ποιητή Αριστοτέλη Βαλαωρίτη, ενώ στο εσωτερικό της έχουν ταφεί κι άλλοι εξέχοντες Λευκαδίτες.

Τὸ ἔργο του

Στὰ γράμματα παρουσιάστηκε σὲ ἡλικία 23 χρονῶν μὲ τὴν ποιητικὴ συλλογὴ «Στιχουργήματα». Ἐξέδωσε ἐπίσης τὶς συλλογὲς «Μνημόσυνα» καὶ «Κυρὰ Φροσύνη» καὶ τὰ δραματικὰ ποιήματα «Ἀθανάσης Διάκος», «Ἀστραπόγιαννος», «Θανάσης Βάγιας», «Σαμουήλ» καὶ «Φυγή». Ἔγραψε ἀκόμα καὶ πολλὰ ἄλλα ποιήματα, ἐνῷ ἄφησε ἡμιτελὲς τὸ τελευταῖο του ἔργο «Φωτεινός».
Ὁ Βαλαωρίτης εἶναι ἐπικοδραματικὸς στὰ πατριωτικά του ποιήματα καὶ λυρικὸς στὰ ποιήματα ποὺ ἀναφέρονται σὲ ὑποκειμενικὰ θέματα. Τὸν ἀληθινὸ Βαλαωρίτη τὸν βρίσκουμε στὰ μεγάλα δεκαπεντασύλλαβα πατριωτικά του ἔπη. Καὶ ἀφοῦ εἶναι γνήσια ἐπικός, γι᾿ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο εἶναι καὶ θεατρικός. Θεωρεῖται ὡς ὁ συνεχιστῆς τοῦ Ὁμήρου, κάπως μακρινὸς βέβαια καὶ ὄχι τοῦ ἰδίου ὕψους. Στὰ μεγάλα ποιήματά του περιγράφει γεγονότα τῆς ἀντικειμενικῆς πραγματικότητας. Καὶ τὰ περιγράφει μὲ τέτοια παραστατικότητα, μὲ τέτοια ζωντάνια, ποὺ θὰ νόμιζε ὅτι συμμετέχει καὶ ὁ ἴδιος σ᾿ αὐτά.


Προτομή του Α. Βαλαωρίτη. Βρίσκεται στον Εθνικό Κήπο (Αθήνα)

Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης - Βιογραφία, Ἐργοκριτική

Ἀξιόλογος, γιὰ τὴν ἐποχή του, ποιητής, μὲ σημαντικὴ παράλληλη πολιτικὴ δραστηριότητα, ὁ Ἀριστοτέλης - Μόσχος Βαλαωρίτης γεννήθηκε στὴ Λευκάδα τὴν 1η Σεπτεμβρίου τοῦ 1824. Γόνος οἰκογένειας μὲ ἔντονη ἀγωνιστικὴ δράση κατὰ τὰ ἐπαναστατικὰ χρόνια (ἁρματολοὶ τῆς Δ. Ἑλλάδας), ζεῖ τὰ πρῶτα παιδικά του χρόνια στὴν ἀγγλοκρατούμενη Λευκάδα, ἀπολαμβάνοντας τὰ προνόμια ποὺ τοῦ ἐξασφάλιζαν οἱ ἀνθηρὲς ναυτιλιακὲς καὶ ἐμπορικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ πατέρα του, Ἰωάννη Βαλαωρίτη.
Παρακολουθεῖ τὰ πρῶτα του μαθήματα στὴν Ἰόνιο Ἀκαδημία μὲ δασκάλους ἐπιφανεῖς, ὅπως τὸν Ἰ. Οἰκονομίδη καὶ τὸν Κ. Ἀσώπιο, ἐνῷ τὶς ἐγκύκλιες σπουδές του θὰ τὶς συμπληρώσει στὴν Εὐρώπη, στὴν Ἰταλία καταρχήν, στὴν Ἐλβετία κατόπιν, γιὰ νὰ καταλήξει στὸ Παρίσι, ὅπου ἐγγράφεται στὴ Νομικὴ Σχολὴ (1844). Δὲν θὰ ὁλοκληρώσει, ὡστόσο, ἐκεῖ τὶς πανεπιστημιακές του σπουδές, καθὼς κάποια προβλήματα ὑγείας θὰ τὸν ἀναγκάσουν νὰ ἐπιστρέψει στὴ Λευκάδα γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα. Τὸ πτυχίο του θὰ τὸ πάρει καὶ θὰ ἀνακηρυχθεῖ διδάκτωρ τοῦ δικαίου ἀπὸ τὸ πανεπιστήμιο τῆς Πίζας στὴν Ἰταλία (1848).
Ἀκολουθεῖ μία περίοδος ταξιδιῶν στὴν Εὐρώπη καὶ γνωριμίας μὲ ποικίλα ἐπαναστατικὰ κινήματα τῆς περιόδου. Στὰ 1852 ὁ Βαλαωρίτης παντρεύεται τὴν Ἐλοΐζα Τυπάλδου, μὲ τὴν ὁποία ἕνα χρόνο ἀργότερα (1853) θὰ ἐπιστρέψει στὴ Λευκάδα, ὅπου τὸ ζεῦγος θὰ ἐγκατασταθεῖ ὁριστικά. Ἀπὸ τὸ γάμο του ἀπέκτησε ἑπτὰ παιδιά, ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὅμως ὁ ποιητὴς θὰ θρηνήσει τρεῖς κόρες ποὺ πεθαίνουν σὲ νεαρὴ ἡλικία, ἐνῷ δὲν θὰ προλάβει νὰ δεῖ καὶ τὸ θάνατο τοῦ ἑνὸς ἀπὸ τοὺς δυὸ γιούς του, τοῦ Αἰμίλιου (1882).
Μὲ τὴν ἐγκατάστασή του στὴ Λευκάδα, τὸ 1853, ὁ Βαλαωρίτης συντάσσεται μὲ τὴν φιλελεύθερη παράταξη τῶν ριζοσπαστικῶν, ὡς ἔνθερμος ὑποστηρικτὴς τῆς ἕνωσης τῆς Ἑπτανήσου μὲ τὴν κυρίως Ἑλλάδα. Τέσσερα χρόνια ἀργότερα (1857) ἐκλέγεται βουλευτὴς τῆς Ἰονίου Βουλῆς καὶ ἤδη ἀπὸ τὴν πρώτη ἀγόρευσή του ἀφήνει νὰ διαφανεῖ τὸ πάθος του καὶ ἡ ρητορική του δεινότητα. Ἔκτοτε, ὡς καὶ τὸ 1864, ὁπότε καὶ ἐπιτυγχάνεται ἡ ἕνωση τῆς Ἑπτανήσου μὲ τὴν Ἑλλάδα, ὁ Βαλαωρίτης ἐπιδεικνύει ἐντονότατη πολιτικὴ δράση.
Ἱδρύει κομιτᾶτο στὴ Λευκάδα, ἐργάζεται μὲ πάθος γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου, ἐκλέγεται, τὸ 1864, πρῶτος πληρεξούσιος της Λευκάδας στὴ Β´ Ἐθνοσυνέλευση Ἀθηνῶν, ἐνῷ τὸ 1865 καὶ τὸ 1868 ἐκλέγεται βουλευτὴς μὲ τὸ κόμμα τοῦ Ἀλεξάνδρου Κουμουνδούρου. Ἡ νοθεία στὶς ἐκλογὲς τοῦ 1868, ὅμως, καθὼς καὶ ἄλλα πολιτικὰ γεγονότα τῆς περιόδου θὰ τὸν ἀπομακρύνουν ὁριστικὰ ἀπὸ τὴν ἐνεργὸ πολιτικὴ δράση.
Τὰ ὑπόλοιπα, λιγοστά, χρόνια της ζωῆς του τὰ ἀφιερώνει στὴν ποίηση. Κορυφαία στιγμή του ἡ 25η Μαρτίου 1872, ὁπότε ἀπαγγέλει ποίημά του κατὰ τὴν τελετὴ τῶν ἀποκαλυπτηρίων ἀγάλματος τοῦ Πατριάρχη Γρηγορίου Ε´ καὶ καθιερώνεται στὴ συνείδηση τοῦ εὐρέος κοινοῦ ὡς ἐθνικὸς ποιητής. Ὁ θάνατος θὰ τὸν βρεῖ στὶς 24 Ἰουλίου 1879, σὲ ἡλικία μόλις 56 ἐτῶν, προτοῦ προλάβει νὰ ὁλοκληρώσει τὸ μεῖζον ποιητικό του ἔργο τὸν Φωτεινό.
Ἤδη ἀπὸ τὸ 1847, ὄντας φοιτητής, ὁ Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης τυπώνει τὴν πρώτη του ποιητικὴ συλλογή, τὰ Στιχουργήματα, πρωτόλεια ὁπωσδήποτε ποιήματα, τὰ ὁποῖα δὲν δίνουν οὐσιαστικὰ τὸ λογοτεχνικό του στίγμα. Δέκα χρόνια ἀργότερα, τὸ 1857, θὰ ἔρθει ἡ δεύτερη ἔκδοσή του τὰ Μνημόσυνα, μιὰ συλλογὴ δώδεκα ποιημάτων ἐλεγειακοῦ τόνου καὶ ὕφους, μὲ θέμα τοὺς θανάτους προσφιλῶν προσώπων συνυφασμένους μὲ τὴν τουρκικὴ καταπίεση ποὺ γνώρισε ἡ Ἑλλάδα, ποιημάτων ποὺ προδίδουν τὴ ρομαντικὴ τάση τοῦ ποιητῆ φορτισμένη, ὅμως, μὲ τὸ ἐθνολατρικο στοιχεῖο. Ὁ ἐθνικὸς χαρακτήρας τῆς ποίησής του θὰ παγιωθεῖ στὸ πρῶτο μεγάλο συνθετικό του ποίημα τὴν Κυρὰ Φροσύνη, ἔμμετρο σύνθεμα μὲ θεατρικὴ δομή, ποὺ ἐκδίδεται τὸ 1859. Στὸ ἔργο αὐτό, παρασυρμένος ἴσως ὁ ποιητὴς ἀπὸ τὸ πάθος του νὰ ἐκφράσει (μέσα ἀπὸ τὸ γνωστὸ περιστατικὸ τοῦ πνιγμοῦ τῆς ἠπειρώτισας Φροσύνης, ἐπειδὴ δὲν ἀνταποκρίθηκε στὸν ἔρωτα τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ) ὅλο τὸ δρᾶμα τοῦ καταπιεζόμενου ἔθνους, ἀποδεικνύεται μᾶλλον κακός, συγκεντρώνοντας σ᾿ ἕνα βαρυφορτωμένο σύνολο ἀκραῖες ρομαντικὲς σκηνὲς καὶ υἱοθετώντας ἕνα λόγο ρητορικό, σχεδὸν ἐπιδεικτικό.
Καλύτερη τύχη ἔχουν τὰ ἐκτενῆ ποιητικὰ τοῦ συνθέματα Ἀθανάσης Διάκος καὶ Ἀστραπόγιαννος, ποὺ γράφονται τὴν περίοδο 1865-1866 καὶ τυπώνονται τὸ 1867 μαζί. Ἐπικεντρωμένος καὶ πάλι στὴν ἡρωικὴ ἔκφραση ἑνὸς ἐθνικοῦ ἰδεαλισμοῦ, ὁ Βαλαωρίτης χειρίζεται ἐπαρκέστερα τὰ μέσα του, ἀλλὰ δὲν ἀποφεύγει κι ἐδῶ τὶς ὑπερβολές.
Τὸ πιὸ μεγαλόπνοο, ὅμως, ἔργο του, τὸ ποίημα Φωτεινός, ὁ ποιητὴς δὲν προφταίνει νὰ τὸ ὁλοκληρώσει. Ἐπεξεργάστηκε μονάχα τὰ τρία πρῶτα «ᾄσματα», τὰ ὁποῖα, ὡστόσο, λειτουργοῦν ὡς ἐπαρκὲς δεῖγμα μιᾶς ποιητικῆς ὡριμότητας, ποὺ δὲν πρόφτασε, δυστυχῶς, νὰ λάβει τελικὴ μορφή.
Γενικά, θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ πεῖ πῶς ἡ περίπτωση τοῦ Βαλαωρίτη χαρακτηρίζεται ἀπὸ μία ἰδιοφυία ποὺ δὲν μπόρεσε νὰ δώσει ἁρμονικὸ ἀποτέλεσμα. Ἀπὸ τὴ μιὰ ἡ ποιητική του αἴσθηση, πολὺ κοντὰ (ὑπερβολικὰ ἴσως) στὶς ἐπιταγὲς τοῦ ρομαντισμοῦ, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ ἐντονότατη πολτικὴ ἀνησυχία του κι ἕνα μαχητικὸ ἐθνικὸ ἰδεῶδες συγκρούστηκαν τελικά, παρὰ ἐναρμονίστηκαν. Μολονότι στὴν ἐποχή του ὁ Βαλαωρίτης κατάφερε νὰ ἐκφράσει ἕνα συλλογικὸ ἐθνικὸ πνεῦμα μὲ ἐπιτυχία καὶ νὰ θεωρηθεῖ ἀπὸ τὸ εὐρὺ κοινὸ «ἐθνικὸς ποιητής», μολονότι κατάφερε νὰ ἐπηρεάσει ἀρκετοὺς σύγχρονους καὶ μεταγενέστερους ποιητές, τὰ βαρυφορτωμένα ποιήματά του δὲν ἄντεξαν στὸν χρόνο, παρὰ σὲ μικρὰ μέρη τους, ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα καταδεικνύουν ἕνα πνεῦμα εὐαίσθητο καὶ ἀνήσυχο ποὺ ἐκφράζεται μὲ μία μεγαλορρημοσύνη κάποτε γοητευτική.

Δεν υπάρχουν σχόλια: