11 Ιανουαρίου 2010

Κώστας Καρυωτάκης (ΤΟ ΤΕΛΟΣ)



Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,

κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,

κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,

πουλάκι με σπασμένα τα φτερά


Κι αν έχει, πριν ανοίξει, το λουλούδι

στον κήπο της καρδιάς μου μαραθεί,

το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι

κι αν ξέρω πως ποτέ δεν θα ειπωθεί


Κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου

βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ

καθάρια πως ταράζεται η ψυχή μου

σαν βλέπω το μεγάλο ουρανό,


η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,

και ογραίνοντας την άμμο το πρωί,

μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,

μου λέει για κάποια που ’ζησα ζωή.


Στίχοι: Κώστας Καρυωτάκης

Ανδρείκελα - Κώστας Καρυωτάκης - Μουσική Υπόγεια Ρεύματα




Σα να μην ήρθαμε ποτέ σ' αυτήν εδώ τη γη, Σα να μένουμε ακόμη στην ανυπαρξία. Σκοτάδι γύρω δίχως μια μαρμαρυγή. Άνθρωποι στων άλλων μόνο τη φαντασία. Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό, Ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια, Χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό, Άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ' αστέρια. Μακρινή χώρα είναι για μας κάθε χαρά, Η ελπίδα κι η νεότης έννοια αφηρημένη. Αλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε, παρά Όποιος πατάει πάνω μας καθώς διαβαίνει. Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός. Ω! κι αν δεν ήταν η βαθιά λύπη στο σώμα, Ω! κι αν δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός Πόνος μας, να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα...

ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ (ΤΟ ΤΕΛΟΣ)


1928: Πρίν την αυτοκτονία: Στο ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού, ο Ηρακλής Ντούσιας, περιέγραψε ότι δύο ώρες πρό της αυτοκτονίας του, περί τις 2.30 μμ, ο Καρυωτάκης πήγε στο τότε παραλιακό καφενείο «Ο Ουράνιος Κήπος» στή θέση Βρυσούλα (μπροστά από το σημερινό ξενοδοχείο Zikas Hotel) όπου παρήγγειλε και ήπιε μιά βυσσινάδα. Ο καφεπώλης κ. Ηρακλής Ντούσιας παραξενεύτηκε τότε, γιατί ο ποιητής του άφησε στό τραπέζι 75 δραχμές πουρμπουάρ («ολόκληρη περιουσία είπε»), ενώ η τιμή του αναψυκτικού ήταν 5 δρχ. Ζήτησε ένα τσιγάρο να καπνίσει («από τά χύμα») και μιά κόλλα χαρτί (τετράδιο) όπου έγραψε τίς τελευταίες σημειώσεις του, οι οποίες βρέθηκαν στην τσέπη του και διασώθηκαν.

1928: Το περίστροφο: Ο γιός του οπλοπώλη Ιωάννη Αναγνωστόπουλου, πολιτικός μηχανικός ΤΕ, δηλώνει στό ντοκιμαντέρ του Φρέντυ Γερμανού ότι την προηγουμένη ημέρα τής αυτοκτονίας ο Καρυωτάκης αγόρασε από το κατάστημα του πατέρα του ένα περίστροφο, με το οποίο επέστρεψε σε λίγες ώρες διαμαρτυρόμενος ότι «είχε βλάβη», ενώ είχε ξεχάσει να βγάλει την ασφάλεια. Αυτό εξηγήθηκε ως πρόθεσή του να αυτοκτονήσει αυθημερόν. Το περίστροφο αυτό είναι τύπου Bayard 9mm και παραχωρήθηκε από τους απογόνους της οικογένειας Καρυωτάκη και εκτίθεται από το έτος 2003 στο Μουσείο Μπενάκη στην Αθήνα.

1928: Το τέλος, η αυτοκτονία του: Στις 21 Ιουλίου 1928, το απόγευμα 4.30 μμ, και σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης περπάτησε από το καφενείο «Ουράνιος Κήπος» της Βρυσούλας προς τη θέση Βαθύ της Μαργαρώνας, μια απόσταση περίπου 400 μέτρων. Ξάπλωσε κάτω από έναν ευκάλυπτο και αυτοκτόνησε με πιστόλι στην καρδιά. Στη θέση αυτή βρίσκεται σήμερα το στρατόπεδο των καυσίμων της 8ης Μεραρχίας Στρατού και υπάρχει εκεί αναμνηστική Μαρμάρινη πλάκα που τοποθέτησε η Περιηγητική Λέσχη Πρέβεζας το 1970. Η πινακίδα γράφει: «Εδώ, στις 21 Ιουλίου 1928, βρήκε τη γαλήνη με μια σφαίρα στην καρδιά ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης» Η γνωστή φωτογραφία που δείχνει νεκρό τον Κ. Καρυωτάκη με το κεφάλι του στηριζόμενο πάνω στο ψάθινο καπέλο δόθηκε στη δημοσιότητα από την τότε Χωροφυλακή.

1928: Η τελευταία του επιστολή: Στην τσέπη του κουστουμιού του Κώστα Καρυωτάκη βρέθηκε η εξής επιστολή: «Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές !!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.» Κ.Γ.Κ. [Υ.Γ.] Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου. Κ.Γ.Κ. (Κώστας Γ. Καρυωτάκης)

Πρεβεζα - Κώστας Καρυωτάκης Μουσική - Βασιλης Παπακωνσταντινου



Εκτελεστής: ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΒΑΣΙΛΗΣ

'Αλμπουμ: ΦΟΒΑΜΑΙ - 1982

Στίχοι: Κώστας Καρυωτάκης
Μουσική: Γιάννης Γλέζος
Πρώτη εκτέλεση: Θανάσης Γκαϊφύλιας

Θάνατος είναι οι κάργιες
που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και στα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας γύρω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος κι ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια ελλειπή μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις φρουρά εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία
"Υπάρχω" λες κι ύστερα "Δεν υπάρχεις".
Φτάνει το πλοίο υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος νομάρχης.



Δεν υπάρχουν σχόλια: